- καρκαίρω
- καρκαίρωquakepres subj act 1st sgκαρκαίρωquakepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρκαίρω — (Α) 1. (για τη γη) σείομαι, δονούμαι από τα πατήματα ανδρών και αλόγων 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκάρκαιρεν ἐπλήθυεν» και «ἐκάρκαιρον ψόφον τινὰ ἀπετέλουν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. με επιτ. αναδιπλασιασμό. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. car karti «υμνώ», που… … Dictionary of Greek
καρκαίρει — καρκαίρω quake pres ind mp 2nd sg καρκαίρω quake pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρκαιρε — καρκαίρω quake pres imperat act 2nd sg καρκαίρω quake imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκάρκαιρον — καρκαίρω quake imperf ind act 3rd pl καρκαίρω quake imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκαίρειν — καρκαίρω quake pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρκαιρεν — καρκαίρω quake imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκάρκαιρεν — καρκαίρω quake imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
kar-2, karǝ- — kar 2, karǝ English meaning: to praise, glorify Deutsche Übersetzung: “laut preisen, rũhmen” Note: also (still) more in general onomatopoeic words as viele other, die connection from k and r enthaltende roots Material: O.Ind … Proto-Indo-European etymological dictionary